- στιχολογώ
- [стихолого] ουσ α читать стихи наизусть.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
στιχολογώ — έω, ΜΑ [στιχολόγος] 1. απαγγέλλω στίχους («νυκτὸς καὶ ἡμέρας στιχολογῶν», πάπ.) 2. απαγγέλλω ψαλμούς χωρίς ψαλμωδία («ἡ πρώτη ὥρα οὐ στιχολογεῑται ἀλλὰ μόνον ψάλλεται», Τριώδ. Κανών) … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek